- κτυπήσω
- κτυπέωcrashaor subj act 1st sgκτυπέωcrashfut ind act 1st sgκτυπέωcrashaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απλώνω — (AM ἁπλῶ, όω) [απλούς ( όος)] αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω νεοελλ. Ι. εκθέτω στο ύπαιθρο πράγματα νωπά ή υγρά για να στεγνώσουν II. φρ. 1. «απλώνω την αρίδα μου» επαναπαύομαι, αδιαφορώ τελείως 2. «απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον» σηκώνω το χέρι… … Dictionary of Greek